- συναποσχίζομαι
- Αμέσ.1. αποσχίζω συγχρόνως2. αποσχίζω κάτι από τον εαυτό μου και τό μοιράζω σε άλλους («τὴν καρδίαν αὐτῆς τῷ τεχθέντι συναποσχίζεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποσχίζω «σχίζω, αποχωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.